-
1 бенуар
-
2 ложа
-
3 ложа
-и θ.1. θεωρείο•театральная ложа θεωρείο θεάτρου.
2. τμήμα οργάνωσης•масонская ложа τεκτονική στοά,
3. προστατευτική λαβή όπλου. -
4 бенуар
бенуарм:ложа \бенуара τό ἰσόγειο θεωρείο θεάτρου. -
5 ложа
ложаж театр. τό θεωρεῖο[ν]· ◊ масонская \ложа ἡ τεκτονική στοά. -
6 ярость
ярос||тьж ἡ λύσσα, ἡ μανία, ἡ ὁργή, τό φρένιασμα:вне себя от \яростьти φρενιασμένος, ἔξω φρενών с \яростьтью μανιασμένα, λυσσασμένα. я́рус м1. σειρά·2. театр. ὁ ἐξώστης:ло́жа (второго \яростьа θεωρείο στό δεύτερο ἐξώστη·3. геол. τό στρώμα, τό κοίτασμα. -
7 бенуар
[μπινουάρ] ουσ. α. ισόγειο θεωρείο θεάτρου -
8 ложа
[λόξα] ουσ. θ. θεωρείο -
9 бенуар
[μπινουάρ] ουσ α ισόγειο θεωρείο θεάτρου -
10 ложа
[λόξα] ουσ θ θεωρείο -
11 аванложа
-и θ.θεωρείο θεάτρου. -
12 бенуар
-а α.ισόγειο θεωρείο θεάτρου. -
13 окно
-а, πλθ. окна, окон, окнам ουδ.1. παράθυρο•комната в три окна δωμάτιο με τρία παράθυρα•
открываю окно ανοίγω το παράθυρο.
|| κατώφλι παράθυρου•сесть на окно κάθομαι στο παράθυρο.
2. οπή, τρύπα•окно для пропуска воды οπή διαρροής νερού.
|| μτφ. θεωρείο, παρατηρητήριο•окно в Европу παράθυρο προς την Ευρώπη•
окно в жизнь, в мир παράθυρο προς τη ζωή, προς τον κόσμο.
3. (διαλκ.) βαθύ μέρος βάλτου (αχορτάριαστο).4. ελεύθερη ώρα (ωρολογίου προγράμματος), χωρίς μάθημα.
См. также в других словарях:
θεωρείο — το (Α θεωρεῑον) [θεωρός] νεοελλ. καθένα από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα θεάτρου ή άλλης αίθουσας, που βρίσκονται ψηλότερα από την πλατεία και προορίζονται για ορισμένες ομάδες θεατών αρχ. μέρος από όπου βλέπει κάποιος … Dictionary of Greek
θεωρείο — το 1. κατάλληλη θέση για παρατήρηση, ιδιαίτερος χώρος στο θέατρο που βρίσκεται πιο ψηλά από την πλατεία: Οι θέσεις του θεωρείου ήταν κρατημένες για τους επισήμους. 2. ιδιαίτερη εξέδρα στη Βουλή για τους δημοσιογράφους, τους διπλωμάτες, τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λότζα — και λόντζα, η (Μ λότζα) νεοελλ. 1. υπόστεγο υαλόφρακτο παράπηγμα 2. θεωρείο θεάτρου, αλλ. λόζα μσν. 1. μεγάλη αίθουσα παλατιού ή ειδικός χώρος συνάντησης 2. τα προξενεία τής Γένουας και τής Βενετίας στην Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loge «θεωρείο… … Dictionary of Greek
Θεωρεία — Μικρά διαμερίσματα, τοποθετημένα στους τρεις τοίχους των αιθουσών ενός θεάτρου, από τα οποία ένας αριθμός θεατών μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση. Έχουν σχήμα κουτιού με την εξωτερική πλευρά ανοιχτή, προστατευμένη από χαμηλό θωράκιο, και… … Dictionary of Greek
δίθυρος — ον (AM δίθυρος, ον) 1. αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους 2. το ουδ. ως ουσ. α) ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο βαλβίδες β) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίθυρο(ν) η δίφυλλη πόρτα μσν … Dictionary of Greek
θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… … Dictionary of Greek
θεώριος — και δωρ. τ. θεάριος, ον (ΑΜ) [θεωρός] το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον το θέαμα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεωρούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον θέση για τους θεωρούς, θεωρείο 3. ως κύριο όν. ὁ Θεώριος επίθ. τού Απόλλωνος … Dictionary of Greek
ικρίο — το (Α ἰκρίον και ἴκριον) ικρίωμα*, σκαλωσιά αρχ. 1. θεωρείο 2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια α) σανίδωμα τού καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων β) οι πλευρές τού πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την… … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
κουβίκουλο(ν) — το (Μ κουβίκουλον) 1. νεκρικός θάλαμος με σχήμα θολωτού τάφου στις κατακόμβες, κουβούκλιο 2. (στο Βυζάντιο) α) ο κοιτώνας τού αυτοκράτορα β) το αυτοκρατορικό θεωρείο στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubiculum «θάλαμος» (< λατ. cubo «κείμαι)] … Dictionary of Greek