Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το θεωρείο

См. также в других словарях:

  • θεωρείο — το (Α θεωρεῑον) [θεωρός] νεοελλ. καθένα από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα θεάτρου ή άλλης αίθουσας, που βρίσκονται ψηλότερα από την πλατεία και προορίζονται για ορισμένες ομάδες θεατών αρχ. μέρος από όπου βλέπει κάποιος …   Dictionary of Greek

  • θεωρείο — το 1. κατάλληλη θέση για παρατήρηση, ιδιαίτερος χώρος στο θέατρο που βρίσκεται πιο ψηλά από την πλατεία: Οι θέσεις του θεωρείου ήταν κρατημένες για τους επισήμους. 2. ιδιαίτερη εξέδρα στη Βουλή για τους δημοσιογράφους, τους διπλωμάτες, τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λότζα — και λόντζα, η (Μ λότζα) νεοελλ. 1. υπόστεγο υαλόφρακτο παράπηγμα 2. θεωρείο θεάτρου, αλλ. λόζα μσν. 1. μεγάλη αίθουσα παλατιού ή ειδικός χώρος συνάντησης 2. τα προξενεία τής Γένουας και τής Βενετίας στην Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loge «θεωρείο… …   Dictionary of Greek

  • Θεωρεία — Μικρά διαμερίσματα, τοποθετημένα στους τρεις τοίχους των αιθουσών ενός θεάτρου, από τα οποία ένας αριθμός θεατών μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση. Έχουν σχήμα κουτιού με την εξωτερική πλευρά ανοιχτή, προστατευμένη από χαμηλό θωράκιο, και… …   Dictionary of Greek

  • δίθυρος — ον (AM δίθυρος, ον) 1. αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους 2. το ουδ. ως ουσ. α) ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο βαλβίδες β) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδος μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίθυρο(ν) η δίφυλλη πόρτα μσν …   Dictionary of Greek

  • θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …   Dictionary of Greek

  • θεώριος — και δωρ. τ. θεάριος, ον (ΑΜ) [θεωρός] το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον το θέαμα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεωρούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον θέση για τους θεωρούς, θεωρείο 3. ως κύριο όν. ὁ Θεώριος επίθ. τού Απόλλωνος …   Dictionary of Greek

  • ικρίο — το (Α ἰκρίον και ἴκριον) ικρίωμα*, σκαλωσιά αρχ. 1. θεωρείο 2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια α) σανίδωμα τού καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων β) οι πλευρές τού πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • κουβίκουλο(ν) — το (Μ κουβίκουλον) 1. νεκρικός θάλαμος με σχήμα θολωτού τάφου στις κατακόμβες, κουβούκλιο 2. (στο Βυζάντιο) α) ο κοιτώνας τού αυτοκράτορα β) το αυτοκρατορικό θεωρείο στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubiculum «θάλαμος» (< λατ. cubo «κείμαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»